- ευμεταχείριστος
- ος ον см. ευκολομεταχείριστος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐμεταχείριστος — manageable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμεταχείριστος — η, ο (ΑΜ εὐμεταχείριστος, ον) 1. (για πρόσ.) 1. αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται κάποιος εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος, αυτός που κυβερνιέται εύκολα, ο βολικός («οἱ δἐ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι», Ξεν.) 2. (για πράγματα) αυτός τον… … Dictionary of Greek
εὐμεταχειριστότερον — εὐμεταχείριστος manageable adverbial comp εὐμεταχείριστος manageable masc acc comp sg εὐμεταχείριστος manageable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταχειρίστως — εὐμεταχείριστος manageable adverbial εὐμεταχείριστος manageable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταχείριστον — εὐμεταχείριστος manageable masc/fem acc sg εὐμεταχείριστος manageable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταχειριστοτέρου — εὐμεταχείριστος manageable masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταχειρίστοις — εὐμεταχείριστος manageable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταχειρίστου — εὐμεταχείριστος manageable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταχειρίστους — εὐμεταχείριστος manageable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταχειρίστων — εὐμεταχείριστος manageable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμεταχειρίστῳ — εὐμεταχείριστος manageable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)